καταβολάδα

καταβολάδα
Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό φυτό, όπως το μόσχευμα. Εφαρμόζεται σε περιορισμένη κλίμακα, ιδιαίτερα σε αποξυλωμένα φυτά, τα μοσχεύματα των οποίων ριζοβολούν δύσκολα (π.χ. γιασεμί, άμπελος, εσπεριδοειδή, καμέλια, αζαλέα, μουριά, φουντουκιά κλπ.). Πριν τοποθετηθεί στο χώμα ο βλαστός, χαράσσεται o φλοιός του στο σημείο που θα παραχωθεί. Στο σημείο της τομής προκαλείται συγκέντρωση φυτοορμονών, που διευκολύνουν τον γρήγορο σχηματισμό ριζών. Καλύτερη εποχή για κ. θεωρείται το διάστημα από το φθινόπωρο μέχρι το τέλος του χειμώνα. Κυριότερα είδη κ. είναι: η απλή, κατά την οποία αποκτάται ένα νέο φυτό, που προέρχεται από τον νεαρό βλαστό του μητρικού που κάμφθηκε και παραχώθηκε σε λάκκο βάθους 30 εκ.· η πολλαπλή, κατά την oποία αποκτώνται περισσότερα του ενός φυτά, ανάλογα με το μήκος του βλαστού που παραχώθηκε και των οφθαλμών που του αφέθηκαν· και η οφιοειδής, κατά την οποία ο βλαστός κάμπτεται διαδοχικά και το κάτω μέρος κάθε καμπής στερεώνεται στο βάθος του λάκκου· με την οφιοειδή παράγονται λιγότερα φυτά απ’ ό,τι με την πολλαπλή. Ένας ειδικός τύπος κ. είναι η κεφαλωτή ή σύμμανα, που εφαρμόζεται κυρίως στη φουντουκιά και στην ελιά: μετά την πτώση των φύλλων για τη φουντουκιά ή στο τέλος του χειμώνα για την ελιά, κόβεται o κορμός λίγο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και αργότερα, όταν αναπτυχθούν οι βλαστοί, γίνεται παράχωμα των βάσεών τους για να ριζοβολήσουν. Κάθε χειμώνα αποσπώνται οι ριζοβολημένοι βλαστοί και μεταφυτεύονται. Η εναέρια κ. ή μαργότα επιτυγχάνεται με τη διατήρηση –γύρω από τμήμα του βλαστού– υγρού χώματος, κλεισμένου μέσα σε στερεό δοχείο (από λευκοσίδηρο ή πήλινο). Όταν ο βλαστός ριζοβολήσει, το νεαρό φυτό κόβεται κάτω από το σημείο της μαργότας. Η κ. αυτή χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που οι βλαστοί δεν έχουν αρκετό μήκος ώστε να γείρουν στο έδαφος ή απαιτούν χώμα με ειδικό μείγμα ριζοβόλησης (αζαλέα, καμέλια). Εναέρια καταβολάδα (μαργότα) σε βλαστό ροδιάς. Η καταβολάδα, ως τρόπος πολλαπλασιασμού, εφαρμόζεται σε αποξυλωμένα φυτά όπως το αμπέλι (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (Α καταβολάς, -άδος)
κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό τού είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο φυτό έχει ήδη αποκτήσει ρίζες
νεοελλ.
το φυτό που προέρχεται με τέτοιο φύτεμα («αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- (πρβλ. καταβολ-ή) τού καταβάλλω με τη σημ. «ρίχνω σπόρο» + κατάλ. -άς (πρβλ. εκ-βολή < εκ-βάλλω, εμ-βολή < εμ-βάλλω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταβολάδα — η κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη, καθώς και το φυτό που προέρχεται από τέτοια καταβολάδα: Αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ακαταβόλιαστος — η, ο [καταβολιάζω] 1. αυτός που δεν τόν έχουν καταβολιάσει, δεν τόν έχουν φυτέψει με καταβολάδα 2. αυτός που δεν αναπαράγεται με καταβολάδες …   Dictionary of Greek

  • αποσπάς — ἀποσπάς ( άδος), η (Μ) 1. αποκομμένη, αποχωρισμένη 2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα 3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί 4. παραπόταμος …   Dictionary of Greek

  • απώρυξ — ἀπώρυξ ( υγος), η (AM) 1. υπόγειος οχετός ή διώρυγα 2. βλαστός που φυτεύεται στη γη χωρίς να αποσπαστεί από το μητρικό κλήμα, καταβολάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορύσσω. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • γονατιά — η 1. το να φαρδαίνει το παντελόνι στο μέρος που αντιστοιχεί στο γόνατο 2. χτύπημα με το γόνατο 3. (για φυτά) καταβολάδα …   Dictionary of Greek

  • εμβροχάς — ἐμβροχάς, η (Μ) βλαστός κλήματος που φυτεύεται και καλύπτεται ένα μέρος του με χώμα, χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό τού μητρικού φυτού, η καταβολάδα …   Dictionary of Greek

  • καταβόλεμα — και καταβόλευμα, το [καταβολεύω] ο πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδα …   Dictionary of Greek

  • κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… …   Dictionary of Greek

  • μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”